- πυργοδεσπότης
- οθηλ. πυργοδέσποινα ο ιδιοκτήτης φεουδαρχικού πύργου του μεσαίωνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυργοδεσπότης — ο, Ν 1. (για φεουδάρχη στον μεσαίωνα) δεσπότης, κύριος πύργου 2. (κατ επέκτ.) ο ιδιοκτήτης μεγαλοπρεπούς μεγάρου που μοιάζει με πύργο 3. ειρων. ιδιοκτήτης φτωχοκαλύβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δεσπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ.… … Dictionary of Greek
καστελάνος — καστελλάνος, ὁ (Μ) 1. ο κάτοικος τού καστελιού, τού μικρού κάστρου 2. ο διοικητής τού καστελιού*, ο φρούραρχος 3. (ως τιμητικός τίτλος) πυργοδεσπότης 4. διοικητής, έπαρχος 5. πυργοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellanus «καστρινός» (<… … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek